- χρωμοφωτογραφία
- η, Ν1. φωτογράφιση τών αντικειμένων με τα χρώματά τους2. έγχρωμη φωτογραφική εικόνα, έγχρωμη φωτογραφία.[ΕΤΥΜΟΛ. < χρώμα + φωτογραφία. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στο περιοδικό Φύσις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χρωμοφωτογραφία — η 1. η μέθοδος φωτογραφίας των χρωμάτων. 2. η φωτογραφική εικόνα που πάρθηκε με τη μέθοδο αυτή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… … Dictionary of Greek